τελματώδεα

τελματώδεα
τελματώδης
marshy
neut nom/voc/acc pl (epic ionic)
τελματώδης
marshy
masc/fem acc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τελματώδης — ες / τελματώδης, ῶδες, ΝΜΑ [τέλμα, ατος] ελώδης, βαλτώδης, γεμάτος τέλματα (α. «τελματώδης πεδιάδα» β. «τελματώδης γῆ», Γεωπ.) νεοελλ. μτφ. όμοιος με τέλμα, αποτελματωμένος («τελματώδης κατάσταση») αρχ. 1. (για νερά) αυτός που λιμνάζει, στάσιμος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”